πολυγενῆ

πολυγενῆ
πολυγενής
of many families
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πολυγενής
of many families
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πολυγενής
of many families
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυγενής — ές, Α αυτός που ανήκει σε πολλά γένη («πολυγενῆ τὸν Δία προσηγόρευσεν», παπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γενής (< γένος), πρβλ. μονο γενής, ομο γενής] …   Dictionary of Greek

  • κλαστικά πετρώματα — Ομάδα πετρωμάτων η οποία περιλαμβάνει τα ιζηματογενή πετρώματα που προέρχονται από συσσώρευση θραυσμάτων άλλων πετρωμάτων, τα οποία προϋπήρχαν και έχουν μεταφερθεί από άλλη περιοχή, μακριά από τον τόπο όπου έγινε η απόθεσή τους και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”